- μελιφάγος
- -ο1. αυτός που τού αρέσει να τρώει μέλι2. το αρσ. ως ουσ. ο μελιφάγοςζωολ. γένος στρουθιόμορφων πτηνών τής οικογένειας meliphagidae η οποία περιλαμβάνει 158 είδη πουλιών τής Αυστραλίας, τής Νέας Γουινέας, τής Νέας Ζηλανδίας και τών νησιών τού Ειρηνικού.
Dictionary of Greek. 2013.